Η περίοδος κατά την οποία αναπτύχθηκαν κυρίως οι επιστήμες και έχουμε χειροπιαστά στοιχεία για όλες αυτές, είναι η ελληνιστική περίοδος. Το Μουσείο της Αλεξάνδρειας που ίδρυσαν οι Πτολεμαίοι, αποτέλεσε το κέντρο, την κοιτίδα της μελέτης των Επιστημών που κατά κύριο λόγο αφορούσαν στη μηχανική, τη ναυπηγική, την υδραυλική, τη βαλλιστική, την πολιορκητική, την υδροδυναμική, τα μαθηματικά, τη γεωγραφία, την αστρονομία, την ιατρική…
Εκεί έδρασαν μερικοί από τους πιο σημαντικούς αρχαίους Έλληνες μηχανικούς, αστρονόμους, ναυπηγούς, όπως ο Ηρόστρατος, ο Ήρωνας, ο Φίλωνας, ο Αρχιμήδης, ο Κτησίβιος, ο Πάπιος, ο Αθηναίος κ.ά.
Εκτός από τις μηχανολογικές-τεχνολογικές εφευρέσεις οι Έλληνες της περιόδου αυτής ασχολήθηκαν και με τα εξερευνητικά ταξίδια, τα οποία τους οδήγησαν σε ανακαλύψεις τόπων.
Κίνα, Αφρική, Θούλη, Μαδαγασκάρη.
Η ενασχόληση με τα παραπάνω συνεχίστηκε μέχρι και τους Βυζαντινούς χρόνους, αλλά δυστυχώς πολλές από αυτές τις εφευρέσεις αποδίδονται σε πολύ μεταγενέστερους χρονικά επιστήμονες.
Για παράδειγμα, ο Παπίνος κατοχύρωσε ως δικό του εύρημα τον ατμολέβητα του Ήρωνα, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι το ατμοπυροβόλο του Αρχιμήδη, ο Μερκάτορας την κυλινδρική προβολή στο χάρτη του Μαρίνου.
Η πραγματικότητα είναι πως όταν οι άνθρωποι συνεχίζουν για χιλιετίες να αναπτύσσονται έχοντας συνοχή κοινωνική, τότε είναι επόμενο να φτάσουν στο σημείο να κτίζουν πενταόροφα κτίρια στην Κνωσσό και να φτιάξουν και μία και δύο κοσμοκρατορίες.
Ο καθηγητής Χουρμουζιάδης, του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου δηλώνει: «Ο ελληνικός πολιτισμός έφτασε σε τόσο ψηλά επίπεδα, διότι είναι ο πιο παλιός». Ας δούμε λοιπόν μερικά από τα επιτεύγματα των Αρχαίων Ελλήνων, αυτού του τόπου των θαυμάτων, που έφτασε την ελληνική ναυτιλία τόσο ψηλά.
Ο γνωστότερος εφευρέτης της μυθολογικής ελληνικής προϊστορίας είναι ο Δαίδαλος, που πέρα από την ανακάλυψη των ιστίων, έκτισε το παλάτι της Κνωσσού και τον Λαβύρινθο, εφηύρε τις ατομικές πτητικές μηχανές, την τεχνητή αγελάδα της Πασιφάης, τα κινητά αγάλματα-φύλακες του Λαβύρινθου που κινούνταν με υδράργυρο, το αλφάδι, το τσεκούρι, τη σφήνα και τις ξύλινες κινούμενες κούκλες. Μετά τη διαφυγή του από την Κρήτη, πήγε στην Κάμιρο της Σικελίας, όπου βασίλευε ο Κώκαλος και έκανε εκεί αρδευτικά έργα και κατασκευές. Ο Τάλως, το πρώτο… ρομπότ της αρχαιότητας, θεωρείται δική του κατασκευή ή του Ηφαίστου. Για τον Τάλω, υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη αναφέρει ότι ήταν άνθρωπος, γιος της αδελφής του Δαιδάλου και ότι ασχολήθηκε και αυτός με την μηχανική και ανακάλυψε τον διαβήτη, το πριόνι και τον κεραμεικό τροχό. Η δεύτερη εκδοχή αναφέρει ότι ήταν μηχανικό κατασκεύασμα του Δαίδαλου ή του Θεού Ηφαίστου για να φυλάει την Κρήτη, κατόπιν εντολής του Δία.
Ήταν μπρούτζινος και είχε μία μοναδική φλέβα που ξεκινούσε από το λαιμό και κατέληγε στον αστράγαλο, όπου μια χάλκινη βίδα ασφάλιζε την έξοδό της. Σε αυτήν την φλέβα τη φλέβα κυλούσε το αίμα των Θεών, το ιχώρ.
Άλλη ανακάλυψη των Αρχαίων Ελλήνων ήταν η παπυρέλλα (8.000 π.Χ.), πλοίο από πάπυρο που μετέφερε εμπορεύματα και οψιανό από τη Μήλο στην Αργολίδα και εμπορεύ ματα στις Κυκλάδες. Επίσης, η παλαιότερη τήξη μετάλλων όπως του χαλκού, του αργυρού και του χρυσού παρατηρείται στον Ελλαδικό χώρο, με φούρνους που μετέτρεπαν το μετάλλευμα σε μέταλλο με τη χρήση φυσητήρων και χωνευτηρίων. Τα ευρήματα που ανακάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη, χρονολογούνται από το 5.300 π.Χ. και από το 4.500-3.300 π.Χ.
Επίσης ο αρχαιότερος οικισμός της Ευρώπης ανακαλύφθηκε στο Δισπήλιο της Καστοριάς όπου και βρέθηκαν πήλινες πλάκες και όστρακα που έχουν χαραγμένους χαρακτήρες οι οποίοι μοιάζουν πολύ με αυτούς της Γραμμικής Α, αλλά και τα γράμματα του μετέπειτα ελληνικού αλφάβητου. Άρα αποδεικνύεται η Ελληνική και όχι η Φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφάβητου.
Σημαντικά είναι επίσης τα τηγανόσχημα σκεύη της Σύρου και γενικότερα των Κυκλάδων, που ανήκουν στην εποχή του χαλκού (3.000 π.Χ.) και έχουν εγχάρακτες διακοσμήσεις και αναπαραστάσεις ελληνικών πλοίων του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού. Τα πλοία είναι ναυπηγικά εξελιγμένα, γεγονός που φανερώνεται από την υδροδυναμική κατασκευή τους. Σε αυτά τα πλοία χρησιμοποιήθηκαν μέταλλα για την κατασκευή και την ενίσχυσή τους και επίσης είχαν αμυντικό ρόλο εκτός από τον εμπορικό.
Άλλο όργανο της ναυσιπλοΐας είναι η πυξίδα (3.000 π.Χ.). Στα τηγανόσχημα σκεύη της Σύρου, διακρίνεται στην πλώρη τους ένα ψαράκι. Αυτό το ψαράκι αποτελούσε ένα είδος πυξίδας, όπως αναφέρουν μελέτες και έρευνες. Αν και την πυξίδα την έχουν «κατοχυρώσει» οι Κινέζοι – ενώ ταυτόχρονα την διεκδικούν και οι Άραβες – ιστορικά κείμενα αφήνουν ανοιχτή την πιθανότητα της ανακάλυψης αυτού του οργάνου από τους Έλληνες. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται ότι οι Ευρωπαίοι και Άραβες ναυτικοί που πήραν την πυξίδα από τους Κινέζους, προσανατολίζονταν μέσα στη νύχτα και τις θύελλες μ’ ένα ψάρι από σίδηρο, το οποίο έκρυβαν σε μαγνήτη για να στρέφεται προς το νότο. Επίσης, στις πρώτες πυξίδες ο δείκτης ήταν σε μορφή κουταλιού ή χελώνας ή ψαριού. Τα δεδομένα λοιπόνοδηγούν σε κάποια συγκεκριμένα συμπεράσματα.
Η ανακάλυψη επίσης των τοιχογραφιών στη Θήρα – που απεικονίζουν με κάθε λεπτομέρεια επτά πλοία και χρονολογούνται γύρω στο 1.600 – 1.500 π.Χ. – μας αποκαλύπτουν ότι οι Μυκηναίοι και οι Κρήτες είχαν φτάσει σε πολύ εξελιγμένο επίπεδο ναυπηγικής. Αυτή καθαυτή η μελέτη των πλοίων, μας δημιουργεί δέος για την ταχύτητα, τη χωρητικότητα, τα όργανα ναυσιπλοΐας, τις δυνατότητες πλεύσης και για το πού έφτασαν όλα αυτά τα πλοία! Επίσης, κάτι πολύ σημαντικό είναι οι Ηράκλειες στήλες στο Γιβραλτάρ που χρονολογούνται από το 1.200 π.Χ., και η μία είναι στη μια ήπειρο και η άλλη απέναντι (σηματοδοτούν δε το τέλος των δύο ηπείρων) και τις τοποθέτησε εκεί ο Ηρακλής. Οι στήλες αυτές εικάζεται ότι αποτελούσαν φάρους ή φρυκτώριες εκτός από βωμούς και αναφέρονται στον Ησίοδο, τον Διόδωρο Σικελιώτη, τον Διονύσιο Αλικαρνασσέα και τον Στράβωνα.
Άλλη σημαντική κατασκευή της προκλασσικής περιόδου (11ος αι. – 9ος αι. π.Χ.), είναι ότι τα πολεμικά πλοία της εποχής αυτής ενισχύθηκαν με το έμβολο και αναπροσαρμόστηκαν τα κατασκευαστικά τους δεδομένα. Επίσης τα εμπορικά που διαμορφώνονταν ανάλογα με το είδος του εμπορεύματος και μπορούσαν να πλεύσουν σε ανοιχτή θάλασσα, είναι κάτι ανάμεσα σε ιστιοφόρα και κωπήλατα. Την εποχή αυτή κάνουν την εμφάνισή τους η πεντηκόντορος, η τριακόντορος, (50 κααι 30 κουπιά αντίστοιχα) και η εικοσάκωπος (20 κουπιά). Το πιο σημαντικό πλοίο όμως της περιόδου αυτής είναι η διήρης πρόδρομος της Τριήρους.
Η μεγαλύτερη όμως και σημαντικότερη δημιουργία και συγγραφή του 8ου – 7ου αι. π.Χ. είναι τα ναυτικά ποιητικά συγγράμματα: η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Αυτά εμπεριέχουν άμεσα και έμμεσα ναυτικές γνώσεις σε πολλούς τομείς της Ναυτιλίας όπως κωπηλασία, μετεωρολογία, ναυπηγική, ουριοδρομία καθώς και τα επιτεύγματα των Ελλήνων και τις περιπέτειές τους.
Πάμε τώρα να δούμε, εν τάχει, τα Ναυτικά (Αστρονομικά) όργανα, τα οποία εφευρέθησαν και προσαρμόστηκαν στις ανάγκες της ναυτιλίας και κάποια από αυτά είναι γνωστά μόνον από περιγραφές, ενώ αρκετά μας είναι γνωστά μόνο με τ’ όνομά τους. Από τα παλαιότερα και γνωστότερα αστρονομικά όργανα είναι ο γνώμων, που αποτελεί τον πρόγονο του ηλιακού ρολογιού και που η ανακάλυψή του αποδίδεται στον Αναξίμανδρο (550 π.Χ.). Χρησιμοποιήθηκε από τον Πυθέα τον Μασσαλιώτη (4ος αι. π.Χ.) και χρησίμευε για τον προσδιορισμό των οριζοντίων συντεταγμένων του Ήλιου˙ και μέσω αυτών, για τον προσδιορισμό της ώρας, καθώς και πολλών αστρονομικών φαινομένων και γεωγραφικών στοιχείων.
Ένα άλλο όργανο που ξεκίνησε ως αστρονομικό και έγινε ναυτικό, είναι ο αστρολάβος, γνήσια ελληνική ανακάλυψη από τον μεγάλο μαθηματικό και αστρονόμο Εύδοξο τον Κνίδιο (360 π.Χ.). Ξεκίνησε ως όργανο μέτρησης του χρόνου, εξελίχθηκε σε πιο πολύπλοκο αστρονομικό όργανο και έμεινε σε χρήση μέχρι τον 14ο αιώνα. Άλλα ναυτικά όργανα που επινόησαν οι Έλληνες είναι το ναυτικό δρομόμετρο του Ήρωνα (100 μ.Χ.), εξέλιξη του δρομόμετρου του Αρχιμήδη (3ος αι. π.Χ.) το ανεμοσκόπιο του Ευτρόπιου (2ος αι. μ.Χ.), το γωνιόμετρο (που ίσως χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τον Ερατοσθένη), η πλινθίς του Ίππαρχου, ο πολομετρητής -και βέβαια ο υπολογιστής των Αντικυθήρων, αστρονομικό όργανο μεγάλης ακριβείας, που κατασκευάστηκε στη Ρόδο και δείχνει τις κινήσεις Γης-Ήλιου-Σελήνης, η κατασκευή του οποίου χρονολογείται τον 80 π.Χ.
Αυτά που περιγράψαμε ακροθιγώς είναι μερικά μόνο από τα επιτεύγματα των Ελλήνων στη θάλασσα και τα οποία περιγράφουν και σηματοδοτούν το μεγαλείο του Έλληνα Ναυτικού, την επιστημονική του επάρκεια, τον ανοιχτό νου του, το ελεύθερο πνεύμα του…
Οι Υδραίοι είχαν στείλει στην Υψηλή Πύλη, το 1804, επιστολή γράφοντας, «τα καράβια μας δεν δουλεύουν μόνο την Άσπρην θάλασσαν, αλλ’ όλας τας θάλασσας, και λεβάντε και πουνέντε, και έξω του στρέτου του Ωκεανού, Αμερικήν, Ολλανδίαν και Ιγγλατέραν και την Βαλτική θάλασσαν, και πέρυσι εζήτησαν πραγματευταί καράβια μας να αναυλωθούν δια Ινδίας…»!
Αυτό αποδεικνύει ότι και στον 18ο αιώνα έως τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, ο στόλος των περίφημων Greci, αναδείχθηκε ο κύριος μεταφορέας του εμπορίου στον Λεβάντε, διεισδύοντας στις αγορές όχι μόνο της Δυτικής Μεσογείου αλλά και του Ατλαντικού, του Ινδικού Ωκεανού και της Κίνας.
Οι επιδόσεις στις τεράστιες θαλάσσιες αποστάσεις και η παράλληλη ανάπτυξη μιας εξωστρεφούς χερσαίας ελληνικής διασποράς από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη Βόρεια Ευρώπη, διαμόρφωσε το υπόβαθρο για την Ελληνική Επανάσταση, αλλά συγχρόνως αποτέλεσε και τη βάση ανάπτυξης της σύγχρονης ελληνόκτητης ναυτιλίας και της ξεχωριστής θέσης που κατέχει σήμερα στον κόσμο, όπως αναφέρεται στις μελέτες της Τζελίνας Χαρλαύτη και της Κατερίνας Παπακωνσταντίνου, του τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Κλείνοντας, ας κάνω και μια μικρή αναφορά στη γλώσσα μας, γιατί για να μιλήσεις για τη θάλασσα στη γλώσσα ενός λαού όπως οι Έλληνες – που έχουν συνδέσει διαχρονικά τη ζωή τους με αυτήν την πηγή πλούτου και ευημερίας και αποτελεί μέρος της εθνικής οικονομικής και ψυχολογικής μας ύπαρξης – είναι δύσκολο. Οι λέξεις της γλώσσας μας είναι κοσμήματα και κειμήλια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Είναι τα αναντικατάστατα συστατικά της ταυτότητάς μας και του Έθνους μας και αποτελούν την ουσία της γλωσσικής μας υπόστασης˙ είναι η δοκιμασμένη αρματωσιά των Ελλήνων μέσα στους αιώνες.
Λέγεται πως η γλώσσα του ανθρώπου ξεκίνησε από τις λέξεις ουρανός-θάλασσα-γη-αέρας. Δεν θα κάνουμε αναλύσεις γύρω από τους ανεξερεύνητους χώρους της γλωσσογονίας, που είναι κατά τους γλωσσολόγους εξαιρετικά ανασφαλείς.
Αυτό που χρειαστήκαμε εμείς και άλλοι λαοί, ήταν να προσδιορίσουμε περνώντας από την κοινωνία στην επικοινωνία, το πώς ορίζεται το υγρό στοιχείο που μας περιβάλλει και η Ελληνική γλώσσα έχει γι’ αυτό πέντε λέξεις: Θάλασσα, αλς (η), πόντος, πέλαγος και ωκεανός. Μέσα από αυτές δημιουργήθηκαν και πλάστηκαν χιλιάδες λέξεις, με ίδιες ή συναφείς έννοιες, καθώς και σύνθετες και λοιπές διαφοροποιήσεις, χρησιμοποιώντας τους δύο κύριους μηχανισμούς της γλώσσας μας, την παραγωγή και τη σύνθεση.
Ένας τεράστιος πλούτος λέξεων δημιουργήθηκε και θα αναφέρουμε εν συντομία κάποιες που έχουν αποθησαυρίσει οι γλωσσολόγοι μας.
Θάλασσα, η πιο αρχαία λέξη που χρησιμοποιήθηκε από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, για να ορίσει τη μεγάλη Υδάτινη Επιφάνεια με αλμυρό νερό, η οποία δεν απαντάται σε καμία άλλη γλωσσική οικογένεια ή μεμονωμένη γλώσσα. Έχει υιοθετηθεί από τους Έλληνες, από την Προελληνική Γλώσσα, ενώ η ρίζα της για τις άλλες γλώσσες των λαών ανάγεται στο θέμα mar, η οποία και αυτή είναι ελληνική, από το ρήμα μαρμαίρω, δηλαδή «λάμπω-ακτινοβολώ» και στα λατινικά και ιταλικά είναι mare, στα γαλλικά mer, στα ισπανικά mar, στα ρουμανικά mare, στα ιρλανδικά muir, στα λιθουανικά mares, στα σλαβικά morje και στα γερμανικά meer. Από τη λέξη θάλασσα βγαίνουν χιλιάδες λέξεις όπως θαλασσοπλόος-θαλασσοπόρος, θαλασσογραφία, λιμνοθάλασσα και άλλες.
Ας πάρουμε τη λέξη πέλαγος που χαρακτηρίζει την ανοιxτή επίπεδη επιφάνεια με αλμυρό νερό, που αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης θάλασσας και έτσι λέμε το Αιγαίο, το Ιόνιο, το Κρητικό πέλαγος. Η λέξη προέρχεται από τη ρίζα «πέλα», απ’ όπου προέρχονται και οι λέξεις πλαξ, πλάγιος, παλάμη και ορίζουν την επίπεδη επιφάνεια. Σημειώνεται επίσης ότι και η ρίζα του ονόματος των γηγενών κατοίκων του Ελλαδικού χώρου, δηλαδή των Πελασγών, προέρχεται επίσης από αυτή τη ρίζα.
Μια άλλη συγκλονιστική λέξη είναι η λέξη αλς, που στο αρσενικό της, ο αλς είναι το αλάτι, ενώ το θηλυκό της σημαίνει θάλασσα. Παράγωγά του είναι οι λέξεις ύφαλος, ενάλιος, εν αιγί αλός (γιαλός), αλός αχνή (αλισάχνη), το λεπτό στρώμα αλατιού και άλλες. Στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, η αλς γίνεται sal, το αλάτι, το salarium, χρηματικό ποσό που καταβάλλονταν στους στρατιώτες για την αγορά αλατιού και από αυτό προήλθε ο μισθός, salaire στα γαλλικά ή salary στα αγγλικά. Επίσης λέξεις που χρησιμοποιούμε σήμερα (salade, sause, sausisse λατινικό, sausage αγγλικό), προέρχονται από τη λέξη «αλς».
Άλλη σημαντική λέξη είναι ο Πόντος από τη ρίζα pent, που σήμαινε πέρασμα, πόντος, από το ρήμα πατώ-πάτος-δρόμος, από την οποία βγαίνει και η λέξη pons-γέφυρα και κατ’ επέκταση και η λέξη pontifex (επόπτες συντήρησης γεφυρών), ανώτατο Ρωμαϊκό ιερατικό και σπουδαίο αξίωμα για τον έλεγχο των αρχαίων δρόμων και των γεφυρών που ήταν σπάνιες.
Έχουμε ακόμα και άλλες λέξεις που συνδέονται με τη θάλασσα, όπως το πλέω-πλοίον, το οποίο έδωσε χιλιάδες λέξεις στις ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως pluie (βροχή, πλένω, πλούτος, αυτό που ρέει άφθονα) κ.ά.
Θέλαμε να καταδείξουμε με αυτά τα ελάχιστα, τη βιωματική σχέση του Έλληνα με τη θάλασσα και τον απέραντο μαγικό κόσμο της. Ο Θανάσης Βαλτινός, στην πρώτη του ομιλία ως πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, ανέφερε ότι το μεγάλο όπλο της Ελληνικής γλώσσας είναι η πολλή μεγάλη και χιλιόχρονη ιστορία της. Έτσι ακριβώς οι Έλληνες είναι ζυμωμένοι με το αλμυρό νερό, με τους αστερίες, τις θαλάσσιες ανεμώνες, τους κοραλλιογενείς σχηματισμούς, με τα θαλάσσια φύκια. Με το ταλέντο και το πνεύμα τους, οι Έλληνες ναυτικοί (και με στοιχειώδη μέσα, δηλαδή την πυξίδα, τον αστρολάβο, τον τετράντα, το κλισιόμετρο και τους πίνακες-χάρτες), σχεδίαζαν τις ακτές, κατέγραφαν τους κινδύνους στο χαρτί και κυριάρχησαν στη θάλασσα, βυθομετρώντας μέτρο το μέτρο με φαντασία και αποτελεσματικότητα. Αυτοί λοιπόν είναι οι Έλληνες Ναυτικοί!
Από την αρχαιότητα ως σήμερα, τα πλοία τους με όλα τα πανιά ψηλά, το τεράστιο λατίνι του τουρκέτου καλά φουσκωμένο στον άνεμο και δεμένο στον πρόβολο, τα πανιά του κύριου ιστού ξεδιπλωμένα, λατίνι και γάμπια στην μετζάνα, έσκιζαν τη θάλασσα περήφανα. Αισθάνονται, μυρίζουν τη στεριανή αύρα, τη μυρωδιά των κοντινών βουνών με το θυμάρι και το δεντρολίβανο, απολαμβάνουν βλέποντας τις φραγκοσυκιές στους απόκρυμνους βράχους, τις ξερές κοίτες που μεγαλώνουν συκιές, τις αμυγδαλιές που σκαρφαλώνουν σε ψηλούς τοίχους…
Το Αιγαίο είναι εκεί αιώνες και η Μεσόγειος φωτίζεται από τα Ελληνικά πλοία. Λάδι, κρασί, εμπορεύματα, μνήματα, εκκλησίες, δυτικοί άνεμοι πορφυροί σαν αίμα, άσπρα πανιά, πέτρες χαραγμένες από τους ανθρώπους και τον χρόνο, οι μοναδικές ώρες του δειλινού και το φεγγάρι να σηκώνεται αργά πάνω από μια θάλασσα νησιών.
Και στο πηγαινέλα των κυμάτων το ξημέρωμα, ψαρόβαρκες βαμμένες μπλε να αρμενίζουν σε ακτές, με μύλους και ελαιόδεντρα και σταφύλια στις κληματαριές. Και στη σκιά τους, θαλασσοδαρμένοι ναυτικοί και αγάλματα που αγναντεύουν μακρυά, με τα μάτια ανοιχτά τις σιωπές των αιώνων.
Αυτή είναι μια μικρή ιστορία, γεμάτη αγάπη και θαυμασμό για τη ναυτοσύνη και τη δημιουργικότητα των ναυτικών μας, γι’ αυτήν τη μικρή πατρίδα, την τόσο μεγάλη και τον ναυτικό και όχι μόνο πολιτισμό της, που γεννήθηκε εδώ και ακτινοβολεί χιλιάδες χρόνια τώρα, στα πέρατα του κόσμου από τα βάθη των αιώνων.
Ας αναφέρω, ολοκληρώνοντας, μερικούς στίχους του Νικηφόρου Βρεττάκου από το ποίημά του «Συνάντηση με τη θάλασσα»:
Ίσως είναι το μητρικό σου αλάτι που σήμερα μ’ έφερε, θάλασσα κοντά σου. Αλλά κι αν ακόμη δεν είσαι μητέρα μου, μοιάζουμε πάντως. Μπορεί και τα λόγια μου να είναι αέρας, σαν τα δικά σου. Καιρός είναι άλλωστε ν’ αφήσουμε τα όνειρα, σαν μια χούφτα άμμο που τη ρίχνουμε πίσω μας. Αρκεί πως αυτός ο παράδοξα όμορφος κόσμος μάς μάγεψε.
Μεθύσαμε θάλασσα! Τόση η ψυχή μου, όσο κι εσύ, τον γιομίσαμε κύματα.
- Η ομιλία μου στο Ίδρυμα “Μαρία Τσάκος”, με θέμα “Οι Έλληνες της θάλασσας – Αρχαία τεχνολογία, μηχανικές εφευρέσεις, γλώσσα”, τον Ιούνιο του 2017, σε μία κατάμεστη από κόσμο αίθουσα! Και, φυσικά, με την παρουσία του καπετάν Παναγιώτη Τσάκου και της Ειρήνης Τσάκου.
Αναστασία Κατσικογιάννη-Μπάστα
Συγγραφέας-ποιήτρια.